Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίοιξις — η (AM δίοιξις) [διοίγνυμι] το άνοιγμα τών πετάλων τών λουλουδιών … Dictionary of Greek
διοίξεως — διοίξεω̆ς , δίοιξις opening fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)